- εὐκαθεκτότατοι
- εὐκάθεκτοςeasy to keep undermasc nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκάθεκτος — εὐκάθεκτος, ον (Α) αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω] … Dictionary of Greek